- ἐναποθησαυρίζω
- ἐναπο-θησαυρίζω,A store up in a place, Iamb.VP29.162:—[voice] Pass.,
ὅσα δι' ὁράσεως -ίζεται Ph.1.278
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὅσα δι' ὁράσεως -ίζεται Ph.1.278
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εναποθησαυρίζω — ἐναποθησαυρίζω (Α) αποθησαυρίζω σ έναν τόπο, αποταμιεύω … Dictionary of Greek
ἐναποθησαυριζόμενον — ἐναποθησαυρίζω store up in pres part mp masc acc sg ἐναποθησαυρίζω store up in pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναποθησαυρίζεται — ἐναποθησαυρίζω store up in pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναποθησαυρίζων — ἐναποθησαυρίζω store up in pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)